- ντουβάρι
- το(λ. τουρκ.)1. τοίχος.2. μτφ., άνθρωπος κουτός, ανεπίδεκτος μάθησης: Είναι ντουβάρι στα γράμματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ντουβάρι — και ντοβάρι, το 1. κτιστό περίφραγμα χώρου, τοίχος 2. μτφ. άτομο που χαρακτηρίζεται από περιορισμένες δυνατότητες μάθησης, που έχει δυσκολίες στη μάθηση, βλάκας 3. φρ. «τά βρήκε ντουβάρι» βρήκε μεγάλες δυσκολίες στο να πετύχει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
ισόλιθος — ἰσόλιθος, ον (Μ) όμοιος με λίθο, δηλαδή ανόητος, αμβλύνους, «ντουβάρι», «στουρνάρι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λιθος (< λίθος), πρβλ. λευκό λιθος, φιλό λιθος] … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
ντοβάρι — το βλ. ντουβάρι … Dictionary of Greek
τοίχος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Πεδιάδας, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασταμονίτσας. * * * ο / τοῑχος, ΝΜΑ οικοδομικό έργο λιθοδομής ή πλινθοδομής, κατά κανόνα μορφής κατακόρυφου επιπέδου, αποτελούμενο… … Dictionary of Greek
τοίχος — ο κατασκεύασμα από πέτρες, τούβλα κτλ. για περίφραγμα χώρου, ντουβάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)